- πρόδουλος
- -ον, Α(για υπόδημα) μτφ. υπηρετώ σαν δούλος («ἀρβύλας... πρόδουλον ἔμβασιν ποδός», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόδουλον — πρόδουλος serving as a slave masc/fem acc sg πρόδουλος serving as a slave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)